Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκδεω
ἐκδέω
ἐκ-δέω
<δέω II> (эп. impf. ἔκδεον)
; 1) привязывать
ex. (δρῦς ἡμιόνων Hom.; med. πεισμάτων ἀρχὰς ἀκταῖσιν Eur.)
σανίδας ἐκδῆσαι ὄπισθεν Hom. — привязать (дверные) доски, т.е. запереть дверь за собой;
ἐκδησάμενος ἀγάλματα Her. — увешав себя (священными) изображениями
; 2) связывать
ex. (χέρας βρόχοισιν Eur.)