Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
καταπροιημι
{*}καταπροΐημι
κατα-προΐημι
(
только
med.
καταπροΐεμαι,
fut.
καταπροήσομαι)
упускать, терять
ex. (τοὺς καιρούς, τοὺς ἰδίους βίους
Polyb.
; ῥᾳθυμίᾳ τι
Plut.
)
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,