Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εγκαταμιγνυμι
ἐγκαταμίγνυμι
ἐγ-καταμίγνῡμι
; 1) примешивать, смешивать
ex. (τὰ πάλαι γεγραμμένα ἐγκαταμεμιγμένα τοῖς νῦν λεγομένοις Isocr.; τὸ θῆλυ τῷ ἄρρενι Luc.)
; 2) med. вмешиваться
ex. (ἐ. καὴ ποιεῖν Arst.)