Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εμπαιζω
ἐμπαίζω
ἐμ-παίζω
; 1) играть, резвиться
ex. (χλοεραῖς λείμακος ἡδοναῖς Eur.; τῷ γυμνασίῳ Luc.)
; 2) танцевать, плясать
ex. (πᾶσι τοῖς χοροῖσιν Arph.)
; 3) издеваться, глумиться
ex. (τινί Her.)
ἐμπαιζόμενος καὴ σκωπτόμενος Luc. — жертва глумления и насмешек