Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταρδω
κατάρδω
κατ-άρδω
; 1) увлажнять, орошать
ex. (τὸ χωρίον Plut. - v. l. τέν γῆν)
γράμματα, χειμάρρῳ δ΄ οἷα καταρδόμενα Anth. — произведения (Эсхила) текучие словно поток, т.е. полные жизни
; 2) перен. (тж. κ. τῷ λόγῳ Plut.) осыпать похвалами
ex. (οὑ κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων Arph.)