Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ενδειξις
ἔνδειξις
ἔν-δειξις
-εως ἡ
; 1) показывание
ex. κατὰ τέν ἔνδειξιν ὑποδεικνύμενος Polyb. — наглядно показанный
; 2) доказательство, довод
ex. (τέν ἔνδειξιν τῷ λόγῳ ἐνδείκνυσθαι Plat.)
; 3) предание (суду), выдача
ex. (τινος πρὸς τοὺς θεσμοθέτας Dem.)
; 4) заискивание, угодничество
ex. (εἰς - v. l. πρός - τινα Aeschin.)