Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσπετομαι
προσπέτομαι
προσ-πέτομαι
(fut. προσπτήσομαι, aor. προσέπτην)
; 1) прилетать, подлетать
ex. (τινι ὥσπερ μυῖα Xen.; πρός τι Arst.)
; 2) перен. долетать, доноситься
ex. τίς ἀχὼ προσέπτα με или μοι ; Aesch. — что за шум донесся до меня?
; 3) перен. обрушиваться, постигать
ex. (οὐκ ἄφνω κακὸν τόδε προσέπτατο Eur.)