Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ρευστος
ῥευστός
adj.=3 3
<adj. verb. к ῥέω I>
; 1) текучий, жидкий
ex. (ὕλη Arst.)
; 2) изменчивый, непостоянный
ex. (οὐσία Plut.)
; 3) непоседливый, вечно мечущийся
ex. ῥευστέ εἰς ἅπαντα ἡ πολυπραγμοσύνη Plut. — повсюду мечущаяся суетливость