Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ποτνια
πότνια
I.
adj. f
; 1) могущественная, великая
ex. (Ἥρα Aesch.; Καλυψώ Hom.; Μοῖσα Pind.; π. νύξ, π. μοῖρα καὴ τύχη Eur.)
π. λήθη τῶν κακῶν Eur. — великое забвение зол (о сне)
; 2) глубокопочитаемая, высокочтимая
ex. (μήτηρ Hom.)
II.
ἡ (ион. gen. pl. ποτνιέων) владычица, повелительница, госпожа
ex. π. θηρῶν Hom. = Ἄρτεμις;
ἐρώτων π. Eur. = Ἀφροδίτη;
πότνιαι δεινῶπες Soph. = Ἐρινύες;
εὔφρονες πότνιαι Arph. = Δημήτηρ καὴ Κόρη