Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εμφαινω
ἐμφαίνω
ἐμ-φαίνω
(fut. ἐμφᾰνῶ)
; 1) показывать, представлять ex. (τι Plat., Arst., Plut.); pass. показываться, отражаться
ex. (ἐν ὕδασιν ἢ ἐν κατόπτροις Plat.)
τὰ ἐμφαινόμενα Plut. — отражения
; 2) выказывать, проявлять ex. (τὰς ἑκάστων αἱρέσεις καὴ διαλήψεις Polyb.); pass. проявляться, обнаруживаться
ex. (τὸ ἦθος τῷ προσώπῳ ἐμφαίνεται Plut.)
ἐμφαίνεται Plut. — представляется очевидным, ясно
; 3) выражать, заявлять
ex. (τέν περί τι δόξαν Plut.)