Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ισοκρατης
ἰσοκρατής
ἰσο-κρᾰτής
adj.=2 2
обладающий равной силой, равноправный
ex. (ἰσοκρατεῖς καὴ ὁμότιμοι Plut.)
ἰσοκρατέες ὁμοίως αἱ γυναῖκες τοῖσι ἀνδράσι Her. — (у исседонов) женщины совершенно равноправны с мужчинами