Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκσειω
ἐκσείω
ἐκ-σείω
; 1) вытряхивать
ex. (λαβόμενος τῆς κεφαλῆς ἐκσείει Her.; ἐκσεσεῖσθαι χαμᾶζε Arph.; ὑπὸ πνευμάτων ἐκσεισθῆναι Plut.)
; 2) отряхивать
ex. (τὸ ἱμάτιον Plut.)
; 3) досл. стряхивать, перен. лишать
ex. (τινά τινος Plut.)
; 4) отбрасывать, отвергать
ex. (τοῖς θορύβοις τι Diod.)