Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
περιπήγνυμι
περιπήγνῡμι
περι-πήγνῡμι и περιπηγνύω
; 1) кругом прикреплять, прилаживать (τῷ σώματι χιτῶνα Plut.);
; 2) прибивать, приколачивать (σαυνίῳ τὸν φλοιόν Plut.);
; 3) скреплять, делать твердым (τὴν τέφραν τῷ βωμῷ Plut.):
τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυτο Xen. обувь затвердела (от мороза).