Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επαλλαξις
ἐπάλλαξις
ἐπ-άλλαξις
-εως ἡ
; 1) смена, чередование
ex. (συμβαίνει πολλέ ἐ. τοῖς γένεσιν Arst.)
; 2) переплетение, скрещение
ex. (δακτύλων Arst.; ἐμπλοκαὴ καὴ ἐπαλλάξεις τοῦ χάρακος Polyb.; μηρῶν Plut.)
; 3) хитросплетение
ex. διὰ τῆς ἐπαλλάξεως Plat. — посредством словесных вывертов