Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δεησις
δέησις
-εως ἡ
; 1) просьба Lys., Isocr.
ex. λέγοις ἂν τέν δέησιν Plat. — может быть ты скажешь, в чем твоя просьба;
δέησιν δεῖσθαι Dem., Plut. или ποιεῖσθαι NT. — обращаться с просьбой
; 2) преимущ. pl. потребность, надобность, нужда
ex. (ἐπιθυμίαι καὴ δεήσεις Plat.; δεήσεις εἰσὴν αἱ ὀρέξεις Arst.)